Κυριακή 11 Μαρτίου 2007

ΝΑ ΕΡΓΑΣΤΩ ΗΘΕΛΑ, ΟΧΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΩ

Έτοιμη, ντυμένη κομψά(ανάλογα με το dress code που επιβάλλει το εκάστοτε εργασιακό περιβάλλον) και ενημερωμένη πλήρως για τις ‘φοβερές’ γνώσεις που απαιτεί η δουλειά που μόλις βρήκα, περιμένω..
Είμαι από τις τυχερές. Σε μια ώρα ξεκινάω δουλειά. Μου πήρε μόλις ένα μήνα η αναζήτηση. Αλλά.. βαριέμαι.. Γιατί; Είναι σχετικά απλή η απάντηση και μάλλον όλοι όσοι ψάχνουν δουλειά θα αναγνωρίσουν πολλά κοινά στοιχεία.
Παρέα με δυο φίλες, έχοντας στη διάθεσή μας ένα σχετικά αξιοπρεπές βιογραφικό η καθεμία και στο μυαλό μας πολλά όνειρα και όρεξη, με την Πελοπόννησο παραμάσχαλα και έχοντας αποκλείσει την προοπτική της σερβιτόρας(αποφασίσαμε να πάμε την καριέρα μας ένα βήμα παραπέρα, αρκετούς καφέδες σερβίραμε), χτυπήσαμε πολλές πόρτες.
Κωμικοτραγική η κατάσταση στην Πάτρα! Διαπιστώσαμε γρήγορα πως οι μισές αγγελίες άλλο έγραφαν και άλλο ζήταγαν, πήγαινες για γραμματεία και κατέληγες πλασιέ, πολλές ήταν για καθαρά διαφημιστικούς λόγους, ξεκινούσες για καθηγήτρια σε φροντιστήριο και κατέληγες υποψήφια μαθήτρια(μάλλον η αγγελία σε εφημερίδα κοστίζει λιγότερο από μια διαφήμιση και προσελκύει περισσότερο κόσμο), άλλες έταζαν λαγούς με πετραχήλια, αντί για μισθό 700€, ΙΚΑ και ωράριο καταστημάτων θα ήμουν τυχερή αν έπαιρνα 400€ δουλεύοντας καθημερινά(ευτυχώς η Κυριακή θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα δική μου) χωρίς ασφάλεια, αλλού ζητούσαν άτομα μέχρι 25 χρονών αλλά με προϋπηρεσία 2 χρόνων(?!) και διάφορα άλλα τέτοια ευτράπελα! Γι’ αυτό νιώθω τυχερή. Έστω και ημιαπασχόληση, η δουλειά που βρήκα είναι αξιοπρεπέστατη, σε καθαρό και ήρεμο περιβάλλον. Αλλά απλά θα κάθομαι. Ευθύνες μηδέν. Δημιουργικότητα μηδέν. Πιθανότητα να διοχετεύσω κάπου την ενέργειά μου ή να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου μηδέν. Άρα; Μηδέν στο πηλίκο που έλεγε και ο μαθηματικός μας.Κάπου εκεί βρίσκεται η απάντηση στην πλήξη που νιώθω. Δεν μου έλειπαν τα 400€. Αν πω πως δεν τα χρειαζόμουν θα είναι ψέμα, αλλά η πραγματική ανάγκη για κάποιον που θέλει να εργαστεί είναι ακριβώς σε αυτή τη λέξη. Να εργαστώ ήθελα, όχι να δουλέψω. Να διδαχτώ, να μάθω, να αποδείξω ότι άξιζαν τα χρόνια των σπουδών μου, να δημιουργήσω, να κουραστώ και να γευτώ τις απολαβές των κόπων μου, όχι να πληρωθώ για ένα τετράωρο απραξίας. Κάπου εκεί ευνουχίζονται τα όνειρα και η όρεξη κάποιου νέου. Κάπου εκεί οι νέοι αυτής της πόλης, υποθέτω και της υπόλοιπης χώρας, κουράζονται, πλήττουν, γερνάνε πρόωρα εγκλωβισμένοι σε πόστα στείρα.

Μ.Μ.Ε ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Γιατί οι ειδήσεις πρόβαλλαν χιλιάδες φορές την εικόνα στην οποία δέκα κουκουλοφόροι ρίχνουν μολότοφ στα ΜΑΤ έξω από το πολυτεχνείο? Γιατί η τηλεόραση δεν ασχολείται με τους 50.000 φοιτητές που βγαίνουν κάθε βδομάδα στο δρόμο? Γιατί η τηλεόραση δεν αναδεικνύει ότι σε 350 σχολές με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες παίρνονται αποφάσεις κατά του νόμου-πλαισίου και της αναθεώρησης του άρθρου 16? Γιατί η τηλεόραση θυμάται το φοιτητικό κίνημα μόνο όταν γίνονται μπάχαλα στο κέντρο της Αθήνας? Γιατί μετά από κάθε συλλαλητήριο γίνεται λόγος στη τηλεόραση μόνο για τις ζημίες και τις συλλήψεις? Γιατί δεν αναδεικνύουν ότι ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αντιτίθεται στις μεταρρυθμίσεις της ΝΔ? Γιατί οι περισσότεροι δημοσιογράφοι (βλ. Πρετεντέρη) δεν σέβονται καθόλου την αντικειμενικότητα στην είδηση και ενεργούν σαν υπάλληλοι της κυβέρνησης?Η δική μου απάντηση είναι η εξής: η ελληνική τηλεόραση (με ελάχιστες εξαιρέσεις) βαράει το φοιτητικό κίνημα πολύ πιο πολύ από ότι το χτυπούνε τα ΜΑΤ. Η τηλεόραση κατευθυνόμενη από την εξουσία έχει στόχο να αποπροσανατολίσει, να κρύψει από το μέσο Έλληνα ότι οι Έλληνες φοιτητές μάχονται για το δημόσιο πανεπιστήμιο και για την καλυτέρευσή του. Έχει στόχο να γεμίσει φόβο το μέσο Έλληνα ώστε να πειστεί να μείνει αδιάφορος και να μην πάρει θέση στο ζήτημα.

ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ !


Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του Μάη – Ιούνη ανάγκασαν την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε άτακτη υποχώρηση ακυρώνοντας στην πράξη την απόπειρα της να καταθέσει το νέο νόμο πλαίσιο στα θερινά τμήματα της Βουλής. Αυτό το γεγονός ήταν μια πρώτη νίκη του φοιτητικού κινήματος και της εκπαιδευτικής κοινότητας γενικότερα ενάντια στο νέο νόμο πλαίσιο, την αναθεώρηση του άρθρου 16 και την απόσυρση των ήδη ψηφισμένων νόμων για ΙΔΒΕ, αξιολόγηση, ΔΟΑΤΑΠ και διεθνές πανεπιστήμιο. Το κίνημα σε αυτή την πρώτη του φάση ανέδειξε τη δυνατότητα νικηφόρας προοπτικής απέναντι στις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση που συνομολογούν από κοινού Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ κάτω από τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το διακύβευμα για την επόμενη περίοδο ήταν συγκεκριμένο… ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16. Και έτσι έγινε… το κίνημα των φοιτητών, των Πανεπιστημιακών και των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης έγινε ποταμός ο οποίος στο πέρασμα του παρέσυρε την αξιωματική αντιπολίτευση σε οπισθοχώρηση από την αρχική της θέση που ήταν να ψηφίσει υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16. Με συνεχή κατά τόπους και Πανελλαδικά συλλαλητήρια, με την πλειοψηφία των σχολών να είναι κατηλειμένες και με την δυναμική αντιπολίτευση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στη βουλή επιτεύχθηκε αυτή η πρώτη νίκη.
Το κίνημα όμως, συνέχισε και συνεχίζει στο δρόμο του αγώνα, καθώς μια άλλη μεγάλη μάχη είναι σε εξέλιξη. Είναι η μάχη ενάντια στο νέο νόμο πλαίσιο. Έναν νόμο πλαίσιο συντηρητικό, που μας γυρίζει σε πρακτικές άλλων εποχών όπου οι παρακρατικοί και η αστυνομία αλώνιζαν μέσα στα Πανεπιστήμια. Μια δέσμη μέτρων που ως στόχο της έχει να πλήξει το ακαδημαϊκό άσυλο με ότι συνεπάγεται αυτό (ελεύθερη διακίνηση ιδεών, ανάπτυξη του φοιτητικού συνδικαλισμού, την ελευθερία και τη δημοκρατία), να φέρει manager και έξωθεν Πανεπιστημίου αξιολογητές και να διαχειριστεί επιμέρους ζητήματα του Ανώτατων Ιδρυμάτων χωρίς να αγγίζει καθόλου τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν και πρέπει να αλλάξουν. Και ποια είναι αυτά; Είναι η αύξηση της χρηματοδότησης της Παιδείας από το 3,5% του Α.Ε.Π. που βρίσκεται σήμερα στο 5% με προοπτική περαιτέρω αύξησης στο 8 – 9% που ισχύει σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι το αυτοδιοίκητο των ανώτατων ιδρυμάτων, καθώς μέχρι σήμερα το υπουργείο παιδείας παρεμβαίνει συνεχώς στα εσωτερικά τους πράγματα. Τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε γραφειοκρατικά αδιέξοδα, στην καθυστέρηση ή και ματαίωση υλοποίησης ερευνητικών προγραμμάτων και στον καθορισμό του προγράμματος σπουδών εκ των άνωθεν και όχι από τα ίδια τα Πανεπιστήμια.

Εμείς, ως Νεολαία Συνασπισμού, στηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις το Δημόσιο χαρακτήρα του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Αναγνωρίζουμε ότι μέσα σε αυτό υπάρχουν πολλές παθογένειες και πράγματα τα οποία πρέπει να αλλάξουν. Η αλλαγή, όμως, θα είναι μέσα σε ένα πλαίσιο προοδευτικό που αντιμετωπίζει στην ουσία τους τα υπαρκτά προβλήματα. Αυτά είναι: α) η αποδέσμευση του Λυκείου από το Πανεπιστήμιο με την κατάργηση των Πανελλήνιων εξετάσεων και τη βάση του 10 που κόβει τα όνειρα και το μέλλον χιλιάδων νέων ανθρώπων, β) το προπαρασκευαστικό πρώτο έτος παρακολούθησης μαθημάτων από διάφορες κατευθύνσεις μέσα στα Ανώτατα Ιδρύματα προκειμένου ο νέος φοιτητής να επιλέξει με σωστό τρόπο αυτό το οποίο θέλει να σπουδάσει, γ) αύξηση της χρηματοδότησης για την παιδεία στο 5% του Α.Ε.Π., δ) δωρεάν σπουδές για όλους και όλες, ε) αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων και απεμπλοκή από τον ασφυχτικό εναγκαλισμό με το κράτος που συνοψίζεται στην έκφραση: Δημόσιο Πανεπιστήμιο, όχι κρατικό! Αυτές πιστεύουμε ότι είναι λύσεις ουσίας και προτάσεις που χρειάζεται πραγματικά ο χώρος προκειμένου μια άλλη Παιδεία να είναι εφικτή…….

ΜΕ ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΟΛΗ

Πυρήνας της φιλοσοφίας του καπιταλισμού είναι ο εξής κανόνας: κάθε μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να στοχεύει στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η ηγεμονία, λοιπόν, του καπιταλιστικού ιδεολογήματος οδηγεί σε κοινωνικές μορφές στις οποίες οι διαδικασίες των αποφάσεων, οι τεχνικές, η εργασία, ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής, τα πρότυπα παραγωγής ανάπτυξης και κατανάλωσης έχουν σφραγισθεί από τη φροντίδα αυτή για την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους.
Η κυρίαρχη αυτή λογική δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει τις συνθήκες ζωής στην πόλη μας. Πέρα από τον άκρατο ανταγωνισμό στις εργασιακές σχέσεις, το άγχος, την ανεργία και τον ατομικισμό, ο καθένας μας έρχεται στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο του σε επαφή με μία μη βιώσιμη πόλη. Με επιχείρημα την ΄΄ανάπτυξη΄΄ , δεν υπάρχει από τις δημοτικές αρχές και το κράτος μέριμνα για ελεύθερους δημόσιους χώρους και εστίες πρασίνου. Αντίθετα και οι ήδη υπάρχοντες χώροι ιδιωτικοποιούνται και τσιμεντοποιούνται. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι η παραχώρηση σε ιδιώτες του άλσους του Αγίου Αλεξίου, ενός από τους λιγοστούς ελεύθερους χώρους της πόλης της Πάτρας. Τα παιδιά δεν παίζουν σε πάρκα ή πλατείες αλλά σε μπαλκόνια πολυκατοικιών ή στους δρόμους ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Η ΄΄λύση΄΄ βέβαια που έμπρακτα επιχειρείται σε αυτό το πρόβλημα είναι ένα απάνθρωπο εκπαιδευτικό σύστημα που αναιρεί από τα παιδιά την ανάγκη παιχνιδιού!
Παράλληλα, η άναρχη δόμηση, η έλλειψη ριζοσπαστικών λύσεων για τη λύση του κυκλοφοριακού προβλήματος με την ενθάρρυνση εναλλακτικών μέσων μετακίνησης πέρα από τα Ι.Χ, η παντελής απουσία πραγματικών πολιτιστικών προτάσεων, μετά και το φιάσκο της πολιτιστικής πρωτεύουσας, κάνουν την πόλη ακόμα λιγότερο φιλική προς τους πολίτες.Απέναντι όμως σε αυτή την αδιαφορία για τα δικαιώματα μας ως πολίτες, υπάρχουν αντιστάσεις. Κινήματα πόλης αναπτύσσονται που αντιτίθενται στην υπάρχουσα κατάσταση. Αυτόνομες συλλογικότητες με αμεσοδημοκρατικές δομές έρχονται δυναμικά να αμφισβητήσουν τις λογικές του ατομικισμού και της εμπορευματοποίησης των ζωών μας. Τέτοια παραδείγματα στην πόλη της Πάτρας αποτελούν οι ποδηλάτες-ισες, οι οποίοι με άξονα το ποδήλατο και μέσο τις τακτικές ποδηλατοπορείες απαιτούν μια διαφορετική πόλη, οι συλλογικότητες ενάντια στη τσιμεντοποίηση του άλσους του Αγ. Αλεξίου, οι συλλογικότητες ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και συνολικότερα του συντάγματος κ.α. Η θέση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι στο δρόμο μαζί με τα κινήματα της πόλης. Απέναντι από λογικές τύπου ‘’να κοιτάξουμε το μαγαζάκι μας΄΄, οφείλει, σε οργανική σύνδεση με τα κινήματα, να προασπίσει την αυτονομία τους και παράλληλα να συντελέσει στην εμβάθυνση του πολιτικού τους περιεχομένου, καθιστώντας τα πιο επικίνδυνα για την κυρίαρχη ιδεολογία. Έχει χρέος επίσης να τονίζει και να οξύνει τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις, ώστε να συμβάλλει στη δημιουργία κινηματικών διαδικασιών, σε περιόδους και συνθήκες ύφεσης. Γιατί η πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που βιώνουμε και μόνο εμείς μπορούμε να την αλλάξουμε.